- κατατρώγομαι
- κατατρώγομαι, καταφαγώθηκα, καταφαγωμένος βλ. πίν. 222
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
καταπρίω — (Α) 1. σχίζω με το πριόνι, καταπριονίζω 2. σχίζω εντελώς 3. τεμαχίζω, κομματιάζω με τα δόντια 4. παθ. καταπρίομαι μτφ. κατατρώγομαι, βασανίζομαι από τη θλίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πρίω «πριονίζω»] … Dictionary of Greek
κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… … Dictionary of Greek
περιβιβρώσκω — Α 1. κατατρώγω κάτι κυκλικά, δαγκώνω ολόγυρα 2. παθ. περιβιβρώσκομαι α) τρώγομαι γύρω γύρω β) κατατρώγομαι από πληγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βιβρώσκω «τρώω»] … Dictionary of Greek
σκουληκιάζω — Ν [σκουλήκι] γεμίζω σκουλήκια ή κατατρώγομαι από σκουλήκια (α. «μάς έφερε να φάμε σκουληκιασμένα σύκα» β. «σκουλήκιασε το τυρί») … Dictionary of Greek
σκωληκούμαι — όομαι, Α [σκώληξ, ηκος] κατατρώγομαι από σκουλήκια, σκουληκιάζω … Dictionary of Greek
σπλαγχνεύω — Α [σπλάγχνα] 1. τρώω τα σπλάγχνα τού σφαγίου μετά από τη θυσία («ἐπὴν... λύπῇ θύοντας καὶ σπλαγχνεύειν ἐπιθυμῇ», Αριστοφ.) 2. μαντεύω από τα σπλάγχνα τών σφαγίων («ἐσπλάγχνευον ἀναφθεγγόμεναι νίκην τοῑς οἰκείοις», Στράβ.) 3. (το παθ.)… … Dictionary of Greek
τερηδονίζομαι — ΝΑ [τερηδών, όνος] 1. (για ξύλο) κατατρώγομαι από την τερηδόνα, σαρακιάζω 2. (για οστά και δόντια) υφίσταμαι φθορά από την τερηδόνα … Dictionary of Greek